ψυχοφλέκτης

ψυχοφλέκτης
ὁ, Μ
(για τον έρωτα ή τον πόθο) αυτός που φλέγει την ψυχή («ταῡτα στὸν ὕπνον ἐλάλησεν ὁ ψυχοφλέκτης ἔρως», Διγεν. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -φλέκτης (< φλέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”